- αντίπαλος
- -η, -οανταγωνιστής, αντίθετος, εχθρός: Οι αντίπαλοί του ενώθηκαν εναντίον του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντίπαλος — wrestling against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… … Dictionary of Greek
ἀντιπάλως — ἀντίπαλος wrestling against adverbial ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαλον — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc sg ἀντίπαλος wrestling against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοιο — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοις — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισι — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλοισιν — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλου — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπάλους — ἀντίπαλος wrestling against masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)